- βρενθυόμενος
- βρενθύομαιbear oneself haughtilypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτανώδης — (I) ῶδες, Α [Τιτᾱνες] 1. τιτανικός, τιτάνιος («τιτανῶδες καὶ κατεγνωκὸς τοῡ θείου τὸ φρόνημα λαμβάνῃ», Αγα θαρχ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τιτανῶδες φοβερά («τὰς ὀφρῡς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὐτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων», Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek